- μυκητοκτόνος
- -ο, θηλ. και -α1. αυτός που καταστρέφει τους μύκητες2. (το ουδ. πληθ, ως ουσ.) τα μυκητοκτόνα(γεωπ.) χημικές ουσίες που δρουν εναντίον τών φυτοπαθογόνων μυκήτων οι οποίοι προσβάλλουν τα καλλιεργούμενα ή αυτοφυή φυτά και τα γεωργικά προϊόντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκητας + -κτόνος (< κτείνω)].
Dictionary of Greek. 2013.